σελλίνι(ον)

σελλίνι(ον)
το шиллинг

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σελλίνι(ον)" в других словарях:

  • σελλίνι(ο) — το, Ν βλ. σελίνι …   Dictionary of Greek

  • σελίνι — και σελλίνι(ο), το, Ν 1. νομισματική μονάδα διαφόρων χωρών, όπως λ.χ. τής Αυστρίας και τής Τανζανίας 2. παλαιότερη υποδιαίρεση τής αγγλικής λίρας, προτού αυτή υποδιαιρεθεί σε 100 πέννες, που ισοδυναμούσε με το 1/20 τής αξίας της. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»